- πτιλώδης
- ης, ωδές1) похожий на пух; 2) пушистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτιλώδης — ες, Ν αυτός που μοιάζει με πτίλο ή ο πτιλωτός, ο πουπουλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλο(ν) «πούπουλο». Η λ., στο ουδ. πτιλῶδες, μαρτυρείται από το 1860 στο Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ … Dictionary of Greek